Theobroma — Theobroma … Wikipédia en Français
Какао — ? Какао Научная классификация … Википедия
Theobroma cacao — Assorted cacao fruits on the tree Scientific classification Kingdom: Plantae … Wikipedia
Theobroma — Theobroma … Wikipédia en Français
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεοβρωμίνη — Αλκαλοειδής βάση του τύπου C7H2Ο2N4. Περιέχεται στους σπόρους του καρπού του κακαόδεντρου και στα καρύδια του φυτού κόλα. Παρασκευάζεται επίσης και συνθετικά. Οι πρώτες ύλες (σπόροι και καρύδια) κατεργάζονται με οξείδιο του ασβεστίου και με… … Dictionary of Greek
θεοβρωμόζη — η ευδιάλυτο άλας με λίθιο τής θεοβρωμίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. theobromose (< theobroma (πρβλ. θεόβρωμα) + ose (πρβλ. όζη)] … Dictionary of Greek
κακάο — Κοινή ονομασία τουδικοτυλήδονου φυτού θεόβρωμα το κ., της οικογένειας των στερκουλιιδών. Η χρήση του κ. ήταν ήδη γνωστή στους Μεξικανούς, πριν από την ανακάλυψη της Αμερικής· χρησιμοποιούσαν τους σπόρους του ακόμα και ως νόμισμα. Ο Χριστόφορος… … Dictionary of Greek
κακαόδεντρο — το το δέντρο Theobroma cacao τού γένους Θεόβρωμα, από τα σπέρματα τού οποίου παράγεται το κακάο τού εμπορίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακάο + δέντρο. Η λ. στον τ. κακαόδενδρον μαρτυρείται από το 1852 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα] … Dictionary of Greek