θεόβρωμα

θεόβρωμα
(theοbrοma). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των στερκουλιιδών. Περιλαμβάνει δέντρα ιθαγενή των τροπικών περιοχών. Από το είδος θ. το κακάο παράγεται το γνωστό ρόφημα κακάο. Το θ. έχει φύλλα απλά, παχιά και με ισχυρή νεύρωση και άνθη μικρά, που φυτρώνουν απευθείας από τον βλαστό, με πεντάλοβο κάλυκα. Ο καρπός τους είναι κάψα ή ράγα με τοιχώματα σκληρά και πολτώδη πολύσπερμο χυμό.
* * *
το
αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό που ανήκει στην τάξη μαλβώδη, οικογένεια στερκουλιίδες. Το είδος Theobroma cacao παράγει το κακάο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. theobroma < theo- (πρβλ. θεο-) + -broma (< βρώμα «τροφή»). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Διον. Πύρρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Theobroma — Theobroma …   Wikipédia en Français

  • Какао — ? Какао Научная классификация …   Википедия

  • Theobroma cacao — Assorted cacao fruits on the tree Scientific classification Kingdom: Plantae …   Wikipedia

  • Theobroma — Theobroma …   Wikipédia en Français

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • θεοβρωμίνη — Αλκαλοειδής βάση του τύπου C7H2Ο2N4. Περιέχεται στους σπόρους του καρπού του κακαόδεντρου και στα καρύδια του φυτού κόλα. Παρασκευάζεται επίσης και συνθετικά. Οι πρώτες ύλες (σπόροι και καρύδια) κατεργάζονται με οξείδιο του ασβεστίου και με… …   Dictionary of Greek

  • θεοβρωμόζη — η ευδιάλυτο άλας με λίθιο τής θεοβρωμίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. theobromose (< theobroma (πρβλ. θεόβρωμα) + ose (πρβλ. όζη)] …   Dictionary of Greek

  • κακάο — Κοινή ονομασία τουδικοτυλήδονου φυτού θεόβρωμα το κ., της οικογένειας των στερκουλιιδών. Η χρήση του κ. ήταν ήδη γνωστή στους Μεξικανούς, πριν από την ανακάλυψη της Αμερικής· χρησιμοποιούσαν τους σπόρους του ακόμα και ως νόμισμα. Ο Χριστόφορος… …   Dictionary of Greek

  • κακαόδεντρο — το το δέντρο Theobroma cacao τού γένους Θεόβρωμα, από τα σπέρματα τού οποίου παράγεται το κακάο τού εμπορίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακάο + δέντρο. Η λ. στον τ. κακαόδενδρον μαρτυρείται από το 1852 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”